Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

9. Ό,τι και να σου πω για μένα - Απόσπασμα από το "Ημερολόγιο κηπουρικής" του Γιώργου Πετρούνια




Ό,τι και να σου πω για μένα. Ό,τι και να σου πω. Τον καημό μου, δε θα τον σταματήσει. Γι’ αυτό, καλύτερα, μίλα μου εσύ. Μου φαίνεσαι καλή ψυχή. Βγαλμένη κι αυτή από δυσκολίες. Αλλά αισθάνομαι, όταν κοιτώ βαθιά μέσα στα μάτια σου, ότι τις έχεις νικήσει εσύ τις δυσκολίες. Εγώ αυτό το θεωρώ πολύ σπουδαίο.

Σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Με λένε Ερμή. Η ψυχή μου ήταν για πάρα πολύ καιρό έρμαιο των δυνατών. Κι εγώ όλα τους τα θελήματα έκανα κι ο ρόλος που έπαιζα σ’ ετούτο τον κόσμο ήταν εκείνος του υπηρέτη. Καταλαβαίνεις λοιπόν, δική μου ζωή δεν είχα. Από δω κι από κει γύριζα για λογαριασμό των αφεντικών. Για χρόνια πολλά δε με πείραζε... Ώσπου μια μέρα, σ’ ένα ταξίδι μου, σε μια άκρη του γιαλού έκατσα και χάζευα τη ροή του σύμπαντος. Ώρες, μήνες πολλοί περάσανε, κ’ εγώ εκεί αγκυροβολημένος, ονειροπολούσα. Τ’ αφεντικά είχαν ανησυχήσει, παντού με ψάχνανε οι ακόλουθοί τους αλλά και οι ίδιοι. Μα εγώ, έτσι όπως είχα ξεχαστεί μέσα σ’ αυτό που κοίταζα, το τοπίο με είχε αγκαλιάσει πολύ ευγενικά. Ήμουν πια ένα μέρος του και για τους άλλους δε φαινόμουν. Εκεί, σ’ αυτή τη θέση, ξεκουράστηκα για τα καλά – πόσες φορές στο παρελθόν, στη βιαστική ζωή μου, έτρεχα συνέχεια πάνω κάτω, δεν είχα παρακαλέσει, χωρίς να το πω σε κανέναν, για μια ανάπαυλα, για λίγη ηρεμία, κάπου να κάτσω να πιω έναν καφέ, κι ίσως και μ’ έναν καλό φίλο να μιλήσω... Και να, που με τα πολλά – ήμουν πια γέρος παρά τις νεανικές μου δυνάμεις – εισακούστηκα και σ’ εκείνο μου το ταξίδι, περνώντας πάνω απ’ την Άνδρο, μου τράβηξε την προσοχή, σε μια έρημη παραλία, καρφωμένη, μια όμορφη καρέκλα μεξικάνικη. Τι ήθελε εκεί μόνη της ποιος ξέρει... Σταμάτησα την πτήση μου, πλησίασα στα δέκα μέτρα κι όσο κοντά της έφτανα τόσο η χάρη της μεγάλωνε... Έλαμπε απ’ το καλό της γούστο• τι πλούσια χρώματα και άρτια ταιριασμένα, και μια φιγούρα στην πλάτη της, κάτι σαν αετός, κάτι σαν κύκνος, κάτι, που από περισσή χαρά και δύναμη, στους ουρανούς περπάταγε. Κι όταν πια έφτασα μπροστά της, εντυπωσιασμένος απ’ όλ’ αυτά κι ακόμα περισσότερο από το βάρος της, τη σιγουριά της, που μέσα στη βροχοποντή εκείνης της μέρας, μέσα στον άγριο άνεμο, γεμάτο άμμο και λάσπη, εκείνη ήταν ανέγγιχτη, καινούρια και μια θαλπωρή αταλάντευτη εξέπεμπε με σταθερότητα. Εκεί μπροστά της, λοιπόν, διαβάζω, κάτω από τη ζωγραφιά της πλάτης της, το όνομά μου! Ήμουν βέβαιος ότι είχε έρθει η ώρα να κάτσω και γω λίγο... Και παρ’ όλη την κακοκαιρία, σα βολεύτηκα, πιο αναπαυτικό κάθισμα σ’ όλη μου την ύπαρξη δεν είχα ξαναδοκιμάσει. Ούτε η βροχή ούτε ο άνεμος μ’ άγγιζαν πια. Η αύρα του καλού μου στασιδιού ήταν γερός τοίχος αόρατος. Αχ, εκεί έκατσα λοιπόν πολύ, πάρα πολύ, χωρίς καν να το πάρω χαμπάρι... Έκατσα όσο χρειάστηκε από τη μανία και τη βουή της παντοτινής τρεχάλας μου να ηρεμήσω. Άχου! Πόσο το χάρηκα... Ανείπωτη ηδονή, ανείπωτη γλύκα... Εκεί, μακριά απ’ ό,τι μ’ είχε πολύ κουράσει, θυμήθηκα όλα τα παλιά, κι απ’ την αρχή όλο το έργο ξετυλίχτηκε εμπρός μου... Πώς απ’ το πουθενά που ταν τ’ όλο γεμάτο γεννήθηκε ο κόσμος... Πώς το σκοτάδι γέννησε το φως... Και πώς οι Τιτάνες κλαίγανε με πολύ παράπονο σαν ήτανε μωρά... Ξανάδα μέσα μου, έξω μου; αυτό δεν μπορώ να το πω, όλα αυτά τα απίστευτα μα βασικά για όλους... Και τη δική μου γέννα είδα και τρόμαξα, μικρούλης, τοσοδούλης ήμουνα πριν γεννηθώ και πτερωτός υπηρέτης γίνω. Σαν καρυδότσουφλο στη μήτρα της μάνας μου. Όσο καθόμουνα, νομίζω πως όλο έβρεχε κι ο Αίολος όλους τους άνεμους είχε αμολήσει για να ψάξουν να με βρουν. Παρ’ όλο το κακό, το τοπίο που εξελισσόταν μπροστά μου ήτανε λιόλουστο, φιλόξενο και τα περιείχε όλα. Καθόμουν λοιπόν κι αναπαυτικά αναπαυτικά διάβαζα. Πώς είχανε γίνει τα πράγματα ως εδώ και πώς θα πάνε παρακάτω. Όλα τα είδα εκεί ακίνητος. Γι’ αυτό με βλέπεις χαμογελαστό. Είμαι ευγνώμονας που μπόρεσα να γνωρίσω σημαντικά πράγματα. Κ’ είπα στον εαυτό μου, ε καλέ μου Ερμή, δούλεψες σκληρά αλλά δεν πήγες χαμένος, κάτι κατάφερες.

Φίλε μου σε ακούω προσεκτικά, άναυδος. Δεν ξέρω τι να πιστέψω απ’ όλα αυτά που μου πες. Δε θέλω ούτε μια στιγμή να νομίσω ότι με κοροϊδεύεις κι ακόμα λιγότερο θα θελα να πιστέψω ότι είσαι τρελός ή κάτι παρόμοιο. Κι αν πάλι είσαι ο Ερμής, ο θείος ταχυδρόμος, τότε η τύχη μου είναι τεράστια να σε συναντήσω εδώ αυτή την ώρα που μέσα μου πνίγομαι... Γιατί θυμάσαι που σου πα πριν ότι έχω καημό μεγάλο. Προσπάθησα να τον πνίξω στο πιοτό... Χωρίς αποτέλεσμα. Το ριξα στον τζόγο, στις γυναίκες, στην πολλή δουλειά, τίποτα... Ο καημός μου είναι αήττητος μπροστά σ’ ό,τι κι αν κάνω.

Σιγά, σιγά, πιες τον καφέ... Θες κ’ ένα γλυκάκι;

Καλέ εγώ εδώ πέρα πνίγομαι. Δε μ’ ακούς;

Σ’ ακούω. Μη βιάζεσαι. Έλα, έχε μου εμπιστοσύνη• θες ένα κανταΐφι;

Καλά, για να δούμε πού θα με βγάλει το κανταΐφι σου!


Πολύ ανυπόμονος είσαι... Για σκέψου το καλύτερα... Σκέψου ο καημός σου, που σε κυνηγά τόσο καιρό, πόσο υπομονετικός είναι. Τρώγε αργά αργά αυτό το γλυκό και να ξέρεις ότι είναι φτιαγμένο με αληθινά μαλλιά άγγελου. Ενός καλού μου ξάδερφου.


2001