Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

17. Λόγια του φεγγαριού - Απόσπασμα από το "Ημερολόγιο κηπουρικής" του Γιώργου Πετρούνια



Λόγια του φεγγαριού

Παιδί της νύχτας και του ήλιου
Φτιαγμένος από νερό, χώμα και φωτιά
Τα 'δωσα όλα στα λουλούδια
Τίποτα δεν κράτησα για μένα
Ούτε ονόματα
Ούτε καμώματα για δόξα
Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα γι' αυτά που κρύβουν την ουσία
Θάρρος δεν ξέρω αν είχα
Μόνο αγάπη
Όλα στα δέντρα τα χάραξα
Και στην πέτρα
Όπως παλιά
Ανώνυμα




9 7 2017

Δευτέρα 5 Ιουνίου 2017

16. Του σήμερα - Απόσπασμα από το "Ημερολόγιο κηπουρικής" του Γιώργου Πετρούνια


Το πολύ
το λίγο
το πολύ.


Το λίγο
το πολύ
το λίγο.


Το πολύ λίγο
το λίγο πολύ.

Το πολύ είναι λίγο
το λίγο είναι πολύ.



2017, Αγίου Πνεύματος






Τετάρτη 10 Μαΐου 2017

15. Τάι τσι - Απόσπασμα από το "Ημερολόγιο κηπουρικής" του Γιώργου Πετρούνια




Σαν το κύμα του αέρα

το θρόισμα της θάλασσας


Σαν τον χτύπο της καρδιάς
του δέντρου


Σαν τους χτύπους της καρδιάς
του βουνού


Είναι το τάι τσι




9, 10 Μαΐου 2017




Σάββατο 8 Απριλίου 2017

14. Πλησίασε - Απόσπασμα από το "Ημερολόγιο κηπουρικής" του Γιώργου Πετρούνια




Πλησίασε μαντεύοντας τις επιρροές μας κ’ έπειτα κάνοντας την ξετσίπωτη διακοίνωση για μια θεϊκή αποστολή των βάϊων. Είχε όμως την τύχη να του φερθεί με συμπάθιο η θειακούλα μου και τον αφήσαμε τσι ήσυχο. Δηλαδή μόνο με μπάρες νοητές τόνε κρατούσαν οι άλλοι παράμερα, εγώ μήτε καν. Κατά τις συνήθειες του τοπίου, δεν άργησαν να τον πιάσουν οι καρωτιδικοί πόνοι, απελπιστικοί. Όλοι μας γνωρίζαμε την ανυπόφορη άρνηση του λάρυγγα να καταπιεί, τα σάλια να χύνονται αδιάντροπα, η δίψα κατάπαυστα να μεγαλώνει θηρίο. Για νυπολόγιστο καιρό, τα μούτρα μας ιδίως, κρυβόμασταν σε δώματ’ άφωτα, λειψά κι από καθρέπτες. Όσοι από μήτρα ξέχωρη κρατούσαν, δοκίμασαν με λύσσα στην αρχή και φόβο, μ’ απορία ύστερις κι αγχωμένο έλεγχο, την άστοργη μύηση. Σ’ ηδονικό συναπάντημα, η θεραπεία τους ήρθε τέλος, ήρεμη αγάπη για το τοπίο, που τίποτις κοινό δεν είχε με κείνο, απ’ όπου είχαμε ρθεί. Οι πόλοιποι ή πέθαιναν ή σπίτι τους λογάριαζαν να γυρίσουν με την πρώτη πανσέληνο. Άλλο κάτι, σπάνια συνέβαινε. Ένα τέτοιο περιστατικό θα σας περιγράψω σβέλτα: εγώ μασώντας φρυγανιές, έν’ ανοιξιάτικο μεσήμερο, το ταμείο κρατούσα περίπτερου ενός φίλου. Όταν με την τελευταία μου μπουκιά ετέλειωσα, αχόρτατος ακόμα, ομολόγησα «η γης μ’ εξέχασε και πια δε με ταΐζει». Κ’ η αθεόφοβη, σα να με λαχταρίσει θέλοντας, αποπεριπτερώθηκε∙ ξάφνου λοιπόν εβρέθηκα ουράνιος ταξιδιώτης, άξιος με δυο λόγια 'πόγονος της Αθηνάς.


Κυριακή τρεις Απρίλη ογδόντα οκτώ (των βαΐων), Παρίσι





Δευτέρα 3 Απριλίου 2017

13. Νικηφόρος Βρεττάκος - Απόσπασμα από το "Ημερολόγιο κηπουρικής" του Γιώργου Πετρούνια



Έχουν πολλή καλοσύνη, αγιοσύνη, αγαλλίαση αυτά τα κείμενα μέσα τους. Μ’ αυτά θα δυναμώσουμε, όλος ο κόσμος, κι άλλο. Γι’ αυτό τα γραψε ο Νικηφόρος. Σ’ ευχαριστούμε. Σ’ ευχαριστώ. Όσο λίγο και να προσέχουμε την ποίηση, αυτή έτσι κι αλλιώς – η γνήσια – περιέχει το κέντρο του χτίσματος όλου.


Συνδέεσαι μαζί του και μιλάς, γράφεις ή χαϊδεύεις. Χορεύεις ή αναπολείς και τον έλεγχο λύνεις μέσα σ’ ένα ρεύμα που όλα τα διαπερνά και όλα τα ενώνει. Ας είμαστε ολιγόλογοι. Σταράτοι. Γόνιμοι απόγονοι. Περιβολάρηδες χαρούμενοι και μετρημένοι – το μέτρο τ’ ουρανού – φροντίζουμε τη σπορά, τον καρπό απολαμβάνουμε και με τη σειρά μας γεωργοί θα γίνουμε.


1 μ.μ.


Όταν.


5 μ.μ.




2001



Σάββατο 25 Μαρτίου 2017

12. Στον Κανάρη

Ο δάσκαλός μας, στην έκτη δημοτικού, ο κύριος Μπεργελές, εύχομαι να είναι καλά, μας είχε δώσει για εργασία στο σπίτι, να γράψουμε, όποιος ήθελε, ένα ποίημα με θέμα την επανάσταση του 1821. 



Στον Κανάρη

Σαν το όνομά σου ακούω
μου έρχονται εις το μυαλό
ναυμαχίες και πολέμοι
στο Αιγαίο ένα σωρό

Ω! αντρείε μπουρλοτιέρη
που μύριες μάχες έδωσες με την Τουρκιά
στη Χίο, στα Ψαρά και στων άλλων νησιών τα μέρη
για να τους χαρίσεις την πολυπόθητη λευτεριά

Σήμερα το όνομά σου εμείς τιμούμε
και σαν κάτι ιερό το δοξολογούμε
Γιατί ήσουν παλληκάρι τότε που ήταν η σκλαβιά
και θα μείνεις πάντα μέσα στων Ελλήνων την καρδιά!


1976



Σάββατο 18 Μαρτίου 2017

11. Ποια είναι η δουλειά του ουρανού; - Απόσπασμα από το "Ημερολόγιο κηπουρικής" του Γιώργου Πετρούνια




Ποια είναι η δουλειά του ουρανού;
Γιατί το φως μού τύφλωσε το χέρι;
Να πάψω να κοιτώ;
Να σταματήσω να γράφω;
Να πάω μια βόλτα στο φεγγάρι;
Να γίνω βάτραχος;
Να με φιλήσεις και να ξαναγίνω αυτό που ήμουν; Ό,τι όμορφο μπορώ και μέσα μου έχω;


Ποια είναι η δουλειά του ουρανού;
Μας κοιτά και μας τονώνει. Μας φυλά, μας συμπαραστέκεται. Μας ξεχνά – για το καλό μας.
Μας θυμάται ευδιάκριτα αλλά διακριτικά.
Ό,τι έχει στην καρδιά της η ψυχή μου, όλα είναι ουρανός. Ουρανοκατέβατα. Ουρανοανέβατα.

Μη θυμώνεις μαζί μου πιστέ μου φίλε.
Ούτε εγώ θυμώνω μαζί σου. Μονάχα απορώ.


Απορώ καθημερινά για να γιάνω. 
Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει. 
Καλά και ο Βαφτιστής; Βάφτιζε κιόλας!


2001

Σάββατο 11 Μαρτίου 2017

10. Επιστροφή - Απόσπασμα από το "Ημερολόγιο κηπουρικής" του Γιώργου Πετρούνια

Παρίσι, αεροδρόμιο


Επιστροφή

Από πού ν’ αρχίσω;
Από το αεροδρόμιο όπου πήρα τα ρούχα που φορώ σήμερα;
Τα παλιά, όλα τα παλιά, τα πέταξα.
Τι να τα κάνω;
Μήπως ν’ αρχίσω από την ώρα της αναχώρησης από εδώ; Εδώ, όπου γεννήθηκα.
Ή μήπως να μην αρχίσω καθόλου αλλά απλά να συνεχίσω, λες και γνωριζόμαστε πολύ καλά, εδώ και πολλά πολλά χρόνια.
Το αεροδρόμιο είναι ο χώρος όπου όλα είναι δυνατά. Τα πιο απίθανα. Τα πιο παρατραβηγμένα. Γιατί όλοι φεύγουμε. Με κατεύθυνση το παρελθόν ή το μέλλον. Το παρόν μπαίνει σε αναμονή.
Είναι περίεργα τα βλέμματα μέσ’ σ’ ένα αεροδρόμιο. Δεν ξέρω τι σημαίνουν. Ούτε αυτά που μου θυμίζουν κάτι, ούτε τ’ άλλα. Θέλω να μάθω όσο γίνεται τι σημαίνουν αυτά τα βλέμματα. Θέλω να γυρίσω στην Ελλάδα και να μελετήσω τα βλέμματα των γλάρων και των δελφινιών. Των ανθρώπων και των σπουργιτιών.
Η αρκούδα με τ’ αρκουδάκια. Η φωνή με τις αναπνοές μικρών εγχόρδων. Τα γυαλιά για τον ήλιο και η κρέμα προστασίας. Τι σημαίνει η επικοινωνία χωρίς κουβέντες. Μόνο με την αίσθηση, την ευαισθησία. Νοιώθουμε τους άλλους να είναι εκεί γύρω μας. Χωρίς καν να τους μιλούμε ή να τους κοιτάμε. Είναι εκεί και ζουν όπως και μείς. Με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Μ αγάπη και χαρά. Με τραγούδια και στοργή. Με τρυφερά νοήματα κι απεγνωσμένες χειρονομίες. Δεν τολμώ να σας παρατηρώ εξ οράσεως για πολλή ώρα. Δεν τολμώ να σας δείξω ποιος ακριβώς είμαι. Δεν τολμώ να φωνάξω ή να κλάψω. Όλα είναι μαζί μου. Κι ο ήλιος και η θάλασσα. Δίπλα μου. Σ’ αυτό το κάθισμα ξαπλωμένοι. Και στο τηλέφωνο, τι μπορούμε ν’ ανταλλάξουμε; Όχι πολλά ούτε σπουδαία πράγματα. Η κίνηση, η ενέργεια που κυκλοφορεί μέσ’ στις εικόνες, μέσ’ στα αγγίγματα των μορφών, σε απόσταση, σε προσέγγιση, με άγχος, με ηρεμία ή με λαχτάρα. Κερδίζουμε την αγάπη που μας αξίζει γουλιά γουλιά. Οι θέσεις γεμίζουν και αδειάζουν, όπως οι στέρνες. Βρέχει, χιονίζει. Ο ρυθμός της εξέλιξης είναι ραγδαίος, άκαμπτος. Ανεπηρέαστος. Τίποτα δε χαλάει το σχέδιο. Μπαίνει ο άνεμος, το χαλί στη σκόνη βουτάει. Η ώρα περνάει και το στομάχι πεινάει. Χαλαρά ή στριμωγμένα, χαιρόμαστε ή αγχωνόμαστε. Θέλουμε όλοι κάτι. Τι; Μήπως νομίζουμε ότι θέλουμε κάτι. Μήπως δε θέλουμε τίποτα. Τίποτα το σπουδαίο. Τίποτα το ξέχωρο. Τόση αγωνία, λοιπόν, για το τίποτα; Οι άνθρωποι που μας θυμίζουν κάτι. Αλλά τι; Τι μπορεί να μας θυμίζουν άνθρωποι που συναντάμε για πρώτη φορά; Κάτι ανεξέλεγκτο. Κάτι ανεξήγητο; Κάτι ωραίο κυρίως ή κάτι οδυνηρό; Ποιος ξέρει στ’ αλήθεια; Μπορούν οι ψυχολόγοι να ξέρουν; Μπορούν. Αλλά αυτό δε μετράει, δεν αρκεί. Αν δεν ξέρουμε εμείς, τι να το κάνουμε το να ξέρουν οι ψυχολόγοι; Χρειαζόμαστε το παρελθόν για να προχωρήσουμε. Ίσως να μας χρειάζεται και εκείνο. Ίσως να μαστε το σήριαλ που σκηνοθετήθηκε από το παρελθόν. Εκεί είναι που μας μπερδεύει όλους η ιστορία της Δημιουργίας. Του Δημιουργού. Και του πεπρωμένου. Αν υπάρχει Δημιουργός, υπάρχει Σκηνοθεσία και μείς είμαστε Ηθοποιοί. Παίζουμε μεσημέρι, βράδυ και πρωί το ρόλο που μας μοίρασαν. Και η χαρά μας ή η λύπη είναι για χάρη του Έργου. Κι ο Θεατής, μόνος ή με την παρέα του, όποτε μας κοιτά, όποτε το έργο του βλέπει, το διασκεδάζει τουλάχιστον; Το ελπίζω.

2001

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

9. Ό,τι και να σου πω για μένα - Απόσπασμα από το "Ημερολόγιο κηπουρικής" του Γιώργου Πετρούνια




Ό,τι και να σου πω για μένα. Ό,τι και να σου πω. Τον καημό μου, δε θα τον σταματήσει. Γι’ αυτό, καλύτερα, μίλα μου εσύ. Μου φαίνεσαι καλή ψυχή. Βγαλμένη κι αυτή από δυσκολίες. Αλλά αισθάνομαι, όταν κοιτώ βαθιά μέσα στα μάτια σου, ότι τις έχεις νικήσει εσύ τις δυσκολίες. Εγώ αυτό το θεωρώ πολύ σπουδαίο.

Σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Με λένε Ερμή. Η ψυχή μου ήταν για πάρα πολύ καιρό έρμαιο των δυνατών. Κι εγώ όλα τους τα θελήματα έκανα κι ο ρόλος που έπαιζα σ’ ετούτο τον κόσμο ήταν εκείνος του υπηρέτη. Καταλαβαίνεις λοιπόν, δική μου ζωή δεν είχα. Από δω κι από κει γύριζα για λογαριασμό των αφεντικών. Για χρόνια πολλά δε με πείραζε... Ώσπου μια μέρα, σ’ ένα ταξίδι μου, σε μια άκρη του γιαλού έκατσα και χάζευα τη ροή του σύμπαντος. Ώρες, μήνες πολλοί περάσανε, κ’ εγώ εκεί αγκυροβολημένος, ονειροπολούσα. Τ’ αφεντικά είχαν ανησυχήσει, παντού με ψάχνανε οι ακόλουθοί τους αλλά και οι ίδιοι. Μα εγώ, έτσι όπως είχα ξεχαστεί μέσα σ’ αυτό που κοίταζα, το τοπίο με είχε αγκαλιάσει πολύ ευγενικά. Ήμουν πια ένα μέρος του και για τους άλλους δε φαινόμουν. Εκεί, σ’ αυτή τη θέση, ξεκουράστηκα για τα καλά – πόσες φορές στο παρελθόν, στη βιαστική ζωή μου, έτρεχα συνέχεια πάνω κάτω, δεν είχα παρακαλέσει, χωρίς να το πω σε κανέναν, για μια ανάπαυλα, για λίγη ηρεμία, κάπου να κάτσω να πιω έναν καφέ, κι ίσως και μ’ έναν καλό φίλο να μιλήσω... Και να, που με τα πολλά – ήμουν πια γέρος παρά τις νεανικές μου δυνάμεις – εισακούστηκα και σ’ εκείνο μου το ταξίδι, περνώντας πάνω απ’ την Άνδρο, μου τράβηξε την προσοχή, σε μια έρημη παραλία, καρφωμένη, μια όμορφη καρέκλα μεξικάνικη. Τι ήθελε εκεί μόνη της ποιος ξέρει... Σταμάτησα την πτήση μου, πλησίασα στα δέκα μέτρα κι όσο κοντά της έφτανα τόσο η χάρη της μεγάλωνε... Έλαμπε απ’ το καλό της γούστο• τι πλούσια χρώματα και άρτια ταιριασμένα, και μια φιγούρα στην πλάτη της, κάτι σαν αετός, κάτι σαν κύκνος, κάτι, που από περισσή χαρά και δύναμη, στους ουρανούς περπάταγε. Κι όταν πια έφτασα μπροστά της, εντυπωσιασμένος απ’ όλ’ αυτά κι ακόμα περισσότερο από το βάρος της, τη σιγουριά της, που μέσα στη βροχοποντή εκείνης της μέρας, μέσα στον άγριο άνεμο, γεμάτο άμμο και λάσπη, εκείνη ήταν ανέγγιχτη, καινούρια και μια θαλπωρή αταλάντευτη εξέπεμπε με σταθερότητα. Εκεί μπροστά της, λοιπόν, διαβάζω, κάτω από τη ζωγραφιά της πλάτης της, το όνομά μου! Ήμουν βέβαιος ότι είχε έρθει η ώρα να κάτσω και γω λίγο... Και παρ’ όλη την κακοκαιρία, σα βολεύτηκα, πιο αναπαυτικό κάθισμα σ’ όλη μου την ύπαρξη δεν είχα ξαναδοκιμάσει. Ούτε η βροχή ούτε ο άνεμος μ’ άγγιζαν πια. Η αύρα του καλού μου στασιδιού ήταν γερός τοίχος αόρατος. Αχ, εκεί έκατσα λοιπόν πολύ, πάρα πολύ, χωρίς καν να το πάρω χαμπάρι... Έκατσα όσο χρειάστηκε από τη μανία και τη βουή της παντοτινής τρεχάλας μου να ηρεμήσω. Άχου! Πόσο το χάρηκα... Ανείπωτη ηδονή, ανείπωτη γλύκα... Εκεί, μακριά απ’ ό,τι μ’ είχε πολύ κουράσει, θυμήθηκα όλα τα παλιά, κι απ’ την αρχή όλο το έργο ξετυλίχτηκε εμπρός μου... Πώς απ’ το πουθενά που ταν τ’ όλο γεμάτο γεννήθηκε ο κόσμος... Πώς το σκοτάδι γέννησε το φως... Και πώς οι Τιτάνες κλαίγανε με πολύ παράπονο σαν ήτανε μωρά... Ξανάδα μέσα μου, έξω μου; αυτό δεν μπορώ να το πω, όλα αυτά τα απίστευτα μα βασικά για όλους... Και τη δική μου γέννα είδα και τρόμαξα, μικρούλης, τοσοδούλης ήμουνα πριν γεννηθώ και πτερωτός υπηρέτης γίνω. Σαν καρυδότσουφλο στη μήτρα της μάνας μου. Όσο καθόμουνα, νομίζω πως όλο έβρεχε κι ο Αίολος όλους τους άνεμους είχε αμολήσει για να ψάξουν να με βρουν. Παρ’ όλο το κακό, το τοπίο που εξελισσόταν μπροστά μου ήτανε λιόλουστο, φιλόξενο και τα περιείχε όλα. Καθόμουν λοιπόν κι αναπαυτικά αναπαυτικά διάβαζα. Πώς είχανε γίνει τα πράγματα ως εδώ και πώς θα πάνε παρακάτω. Όλα τα είδα εκεί ακίνητος. Γι’ αυτό με βλέπεις χαμογελαστό. Είμαι ευγνώμονας που μπόρεσα να γνωρίσω σημαντικά πράγματα. Κ’ είπα στον εαυτό μου, ε καλέ μου Ερμή, δούλεψες σκληρά αλλά δεν πήγες χαμένος, κάτι κατάφερες.

Φίλε μου σε ακούω προσεκτικά, άναυδος. Δεν ξέρω τι να πιστέψω απ’ όλα αυτά που μου πες. Δε θέλω ούτε μια στιγμή να νομίσω ότι με κοροϊδεύεις κι ακόμα λιγότερο θα θελα να πιστέψω ότι είσαι τρελός ή κάτι παρόμοιο. Κι αν πάλι είσαι ο Ερμής, ο θείος ταχυδρόμος, τότε η τύχη μου είναι τεράστια να σε συναντήσω εδώ αυτή την ώρα που μέσα μου πνίγομαι... Γιατί θυμάσαι που σου πα πριν ότι έχω καημό μεγάλο. Προσπάθησα να τον πνίξω στο πιοτό... Χωρίς αποτέλεσμα. Το ριξα στον τζόγο, στις γυναίκες, στην πολλή δουλειά, τίποτα... Ο καημός μου είναι αήττητος μπροστά σ’ ό,τι κι αν κάνω.

Σιγά, σιγά, πιες τον καφέ... Θες κ’ ένα γλυκάκι;

Καλέ εγώ εδώ πέρα πνίγομαι. Δε μ’ ακούς;

Σ’ ακούω. Μη βιάζεσαι. Έλα, έχε μου εμπιστοσύνη• θες ένα κανταΐφι;

Καλά, για να δούμε πού θα με βγάλει το κανταΐφι σου!


Πολύ ανυπόμονος είσαι... Για σκέψου το καλύτερα... Σκέψου ο καημός σου, που σε κυνηγά τόσο καιρό, πόσο υπομονετικός είναι. Τρώγε αργά αργά αυτό το γλυκό και να ξέρεις ότι είναι φτιαγμένο με αληθινά μαλλιά άγγελου. Ενός καλού μου ξάδερφου.


2001

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

8. Πέρασε ακόμη μια μέρα - Απόσπασμα από το "Ημερολόγιο κηπουρικής" του Γιώργου Πετρούνια




Πέρασε ακόμη μια μέρα χωρίς να ξέρω ακριβώς γιατί. Έκατσα να σου γράψω ένα γράμμα και το χέρι μου δεν ήξερε πια να σχηματίζει την αλφάβητο και τις λέξεις. Τι μου συμβαίνει; Η σκέψη μου ήταν καθαρή και μου λεγε ολοένα ότι δε χρειάζεται να ανησυχώ για τίποτα κι ότι όλα θα πήγαιναν ρολόι.
Επέμεινα να θυμηθώ τα σχήματα των γραμμάτων, όμως τίποτα. Κάτι άναυδες γραμμές έβγαιναν. Είμαι σίγουρος ότι κανένας άνθρωπος καμιάς ομιλίας δε θα μπορούσε να τα διαβάσει. Κι έπειτα αναρωτήθηκα μήπως δεν έφταιγε το χέρι μου. Μήπως ήταν το μυαλό μου. Μήπως είχα ξεχάσει να διαβάζω. Μήπως το χέρι έγραψε σωστά και το μυαλό δεν μπορούσε πια να καταλάβει τη γραφή. Ίδρωσα από το φόβο μου ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβαίνει και έτρεξα να ανοίξω ένα βιβλίο. Πήρα ένα παλιό, που ήξερα τη θέση του ακόμα και με κλειστά μάτια. Τ’ ανοίγω γρήγορα. Κοιτάζω προσεκτικά, συγκεντρώνομαι. Τίποτα. Δεν ήξερα πια τι σήμαιναν αυτές οι γραμμές. Μου φαίνονταν άγνωστες, αδιαπέραστες, ξένες. Δεν ήταν μια γραφή που μπορούσα να καταλάβω πια. Είχα γίνει αναπάντεχα αναλφάβητος. Και τώρα; Φτου κι απ’ την αρχή; Ή άσ’ το καλύτερα; Δεν ξέρω. Θα δούμε.



2002

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

7. Παραπέρα - Απόσπασμα από το "Ημερολόγιο κηπουρικής" του Γιώργου Πετρούνια






Για να πάμε παραπέρα ας έχουμε το νου μας
Καθαρό και την καρδιά όσο γίνεται πιο ανέμελη
Πιο ελαφριά, πιο γελαστή.



2002



Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017

6. Ο ουρανός - Απόσπασμα από το "Ημερολόγιο κηπουρικής" του Γιώργου Πετρούνια








Ο ουρανός είναι ένα τριαντάφυλλο κι η καρδιά μου ποτίζει τη γη. Αλλά κανένας δεν ξέρει πότε θ’ ανθίσω.



2001



Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

5. Τι θα απογίνουμε; Δάσκαλε, - Απόσπασμα από το "Ημερολόγιο κηπουρικής" του Γιώργου Πετρούνια




Τι θα απογίνουμε; Δάσκαλε, πες μου για πού τραβάμε έτσι; Φοβάμαι ότι οι κόποι σας πήγαν χαμένοι. Φοβάμαι ότι κυριαρχεί πια το χάος και κυβερνά η γκρίνια. Φοβάμαι ότι δε σωνόμαστε πια. Ό,τι και να γίνει. Γιατί η νύχτα απλώθηκε και το κρύο πάγωσε τις καρδιές μας. Δάσκαλε πού είσαι, μ’ ακούς; Σε χάσαμε δάσκαλε; Να κλάψω, να πικραθώ; Να συνεχίσω να γελώ στους δρόμους και τα σινεμά; Τα καπηλειά να ξαναχτίσουμε και όλους τους θεούς να καλέσουμε σπίτια μας να φάνε τα σώματά μας. Μπας και βρούμε την υγειά μας. Φοβάμαι, δάσκαλε, ότι τέρμα τα δίφραγκα. Μόνο ο πόνος έμεινε. Και το μυαλό τον αποφεύγει αντί σύντροφός του να γενεί και ν’ ανιχνεύσει έτσι το κακό. Τη δηλητηρίαση. Η αποτοξίνωση δεν είναι στο πρόγραμμα των προσεχών ημερών. Θεέ μου, ο δάσκαλος δε μιλά πια κι αυτό δε θέλω να μάθω τι σημαίνει. Ελπίζω να μην πέθανε. Κ’ ελπίζω να μην πέθανα κι εγώ. Η ψυχή μου δεν ξέρω αν είναι αθάνατη. Κι αν τον δάσκαλο μπορεί να τρέξει να βρει στο περιβόλι του. Εκεί που τα ζιζάνια εξοντώνει, σκαλίζει τη γη και τα γέρικα κλαδιά κλαδεύει. Κύριε Κώστα, πείτε μου πως δε σας αγόρασαν και σας, πείτε μου ότι ποτέ δεν πουληθήκατε. Πείτε μου κάτι ευχάριστο.



2001



Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

4. Οι δυνατότητες είναι πολλές - Απόσπασμα από το "Ημερολόγιο κηπουρικής" του Γιώργου Πετρούνια



Οι δυνατότητες είναι πολλές, πάρα πολλές και οι δυνατότητες είναι λίγες, πάρα πολύ λίγες. Και ποιες να διαλέξω; Τις πιο όμορφες, που έχουν χάρη και υπόσταση, που θα με φέρουν σε νέες ηδονές, που θα με διδάξουν πώς να ντύνομαι και πώς να μιλάω; Τις πιο διασκεδαστικές, που θα με κερνούν γέλια και χορό, θα με μεθούν με το χιούμορ και την ευστοχία τους; Να διαλέξω τις πιο ήσυχες, που κανείς δεν ξέρει ότι υπάρχουν και όμως αυτές ζουν και βασιλεύουν στα έγκατα της ζωής, της βαθιάς, πυκνής ζωής, εκεί που έχει σπαρθεί η νεότητα, η αιωνιότητα; Ό,τι και να διαλέξω θέλω να μαι τίμιος και τίμια τα χαρτιά μου. Θέλω η πορεία μου να με προστατεύει και κανένα να μην αδικεί. Θέλω ό,τι έχω μάθει στα τριανταέξι χρόνια μου να με ωφελήσει και να με σπρώξει χαλαρά και ήρεμα στη συνέχεια, στην παρακάτω κίνηση, στην παρακάτω ανάσα. Οι άνθρωποι γύρω μου, τους βλέπω που τρέχουν πιεσμένοι πίσω από κάτι απροσδιόριστο – συχνά το λένε επιτυχία οικονομική, κοινωνική, οικογενειακή, επαγγελματική – για να γιομίσουν ίσως το πέρασμα του χρόνου, ίσως τα μπαγκάζια τους, ίσως το ασκί του Αίολου. Το ταξίδι της Ιθάκης, με τα βάσανα και τις απογοητεύσεις, είν’ η απάντηση στους γονείς, είν’ η αυτονόμηση, είν’ η θητεία γνώσης κι απόγνωσης κοντά στους σοφούς Κύκλωπες, Λαιστρυγόνες, Φαίακες, κοντά στις παράξενες Χάρυβδες και τις γλυκές Σειρήνες. Αλλά ποτέ δεν πρέπει να φας λωτό. Ποτέ τίποτα να μην ξεχάσεις. Αυτό είναι το βιος σου. Όχι τα χρήματα ούτε τα κτήματα. Είσαι ό,τι θυμάται ο νους και η καρδιά σου. Ό,τι θυμάται το σώμα σου και η ψυχή σου. Και τις δυνατότητες εκεί μέσα, στο πουγκί αυτό το πιο αυθεντικό, να τις ψάξεις. Από κεί σιγά σιγά, με υπομονή χελώνας ή καλοχορτασμένου πλανήτη, να ξεδιαλέξεις τι σου είναι τώρα και τι θα σου είναι μετά. Ποιος θες να είσαι, με τι να κυβερνάς τη μοίρα σου. Να ξέρεις, ό,τι και να διαλέξεις, εγώ, ο πατέρας σου, πάντα θα σε αγαπώ.



2001








Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2017

3. Και δώσ’ του - Απόσπασμα από το "Ημερολόγιο κηπουρικής" του Γιώργου Πετρούνια



Και δώσ’ του μακιγιάζ
πούδρα και κρέμες και μολύβια
κ’ έτσι μένουμε νέοι
κι όμορφοι

και το χρώμα τ’ ουρανού;
ποιος θα το ξαναβάψει μπλε;



1986

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

2. Η ζάχαρη - Απόσπασμα από το "Ημερολόγιο κηπουρικής" του Γιώργου Πετρούνια




η ζάχαρη δεν είναι πια γλυκιά
η ζάχαρη άραγες λυπάται γι’ αυτό;
άραγες ποιος λυπάται για τη ζάχαρη;
Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΖΑΧΑΡΩΤΟ ΠΗΓΕ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ. Η ΖΑΧΑΡΗ ΦΟΡΤΩΘΗΚΕ ΤΗΝ ΠΙΚΡΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΓΛΥΚΑ ΤΗΣ ΤΗ ΜΟΙΡΑΣΕ Σ’ ΟΣΟΥΣ ΣΚΟΤΩΝΟΝΤΑΙ, Σ’ ΟΣΟΥΣ ΠΕΝΘΟΥΝ, Σ’ ΟΣΟΥΣ ΛΥΠΟYΝΤΑΙ.




1982





Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

1. Επιλογές - Απόσπασμα από το "Ημερολόγιο κηπουρικής" του Γιώργου Πετρούνια





Επιλογές



Έδωσε φαΐ στα μικρά, μικρά, μικρά σκυλιά και πήγε για ύπνο.
Αυτός γέρασε και έμεινε στο κρεβάτι.
Τα σκυλιά, που είχαν μεγαλώσει πια, του έφερναν (γιατί τον αγαπούσαν πολύ)
φαΐ από την τροφή που έβρισκαν.
Μα εκείνος δεν μπορούσε να φάει


κόκκαλα και πέθανε.


1981