Σάββατο 8 Απριλίου 2017

14. Πλησίασε - Απόσπασμα από το "Ημερολόγιο κηπουρικής" του Γιώργου Πετρούνια




Πλησίασε μαντεύοντας τις επιρροές μας κ’ έπειτα κάνοντας την ξετσίπωτη διακοίνωση για μια θεϊκή αποστολή των βάϊων. Είχε όμως την τύχη να του φερθεί με συμπάθιο η θειακούλα μου και τον αφήσαμε τσι ήσυχο. Δηλαδή μόνο με μπάρες νοητές τόνε κρατούσαν οι άλλοι παράμερα, εγώ μήτε καν. Κατά τις συνήθειες του τοπίου, δεν άργησαν να τον πιάσουν οι καρωτιδικοί πόνοι, απελπιστικοί. Όλοι μας γνωρίζαμε την ανυπόφορη άρνηση του λάρυγγα να καταπιεί, τα σάλια να χύνονται αδιάντροπα, η δίψα κατάπαυστα να μεγαλώνει θηρίο. Για νυπολόγιστο καιρό, τα μούτρα μας ιδίως, κρυβόμασταν σε δώματ’ άφωτα, λειψά κι από καθρέπτες. Όσοι από μήτρα ξέχωρη κρατούσαν, δοκίμασαν με λύσσα στην αρχή και φόβο, μ’ απορία ύστερις κι αγχωμένο έλεγχο, την άστοργη μύηση. Σ’ ηδονικό συναπάντημα, η θεραπεία τους ήρθε τέλος, ήρεμη αγάπη για το τοπίο, που τίποτις κοινό δεν είχε με κείνο, απ’ όπου είχαμε ρθεί. Οι πόλοιποι ή πέθαιναν ή σπίτι τους λογάριαζαν να γυρίσουν με την πρώτη πανσέληνο. Άλλο κάτι, σπάνια συνέβαινε. Ένα τέτοιο περιστατικό θα σας περιγράψω σβέλτα: εγώ μασώντας φρυγανιές, έν’ ανοιξιάτικο μεσήμερο, το ταμείο κρατούσα περίπτερου ενός φίλου. Όταν με την τελευταία μου μπουκιά ετέλειωσα, αχόρτατος ακόμα, ομολόγησα «η γης μ’ εξέχασε και πια δε με ταΐζει». Κ’ η αθεόφοβη, σα να με λαχταρίσει θέλοντας, αποπεριπτερώθηκε∙ ξάφνου λοιπόν εβρέθηκα ουράνιος ταξιδιώτης, άξιος με δυο λόγια 'πόγονος της Αθηνάς.


Κυριακή τρεις Απρίλη ογδόντα οκτώ (των βαΐων), Παρίσι